Το όνειρο κάθε παίκτη, ο αστικός μύθος και η τραγική πολλές φορές κατάληξη των εκατομμυριούχων
Της Μαριλης Μαργωμενου
Ο Μπράιαν λέει πως δεν μπορούσε να μαζέψει το σαγόνι του, κι ένιωσε μια ζαλάδα σαν να αδειάζει το μυαλό του. Στεκόταν μπροστά στο μηχάνημα που τσεκάρει τους αριθμούς του λόττο, και στην οθόνη έγραφε «Τζακ ποτ! - 24.951.269 λίρες». «Δεν είχα καν τα γυαλιά μου για να δω το ποσόν που κέρδισα. Σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός, έφυγα παραπατώντας, και πήγα σπίτι».
Ο Μπράιαν Κάσγουελ είναι ο άνθρωπος που πριν από δύο μήνες, στις 12 Ιουνίου, κέρδισε το τζακ ποτ του «Euromillions» στο Μπόλτον της Αγγλίας. Και που την επομένη, καθώς πήγαινε να εισπράξει, έπιασε κουβέντα με τον κηπουρό του διπλανού σπιτιού, ο οποίος είχε ήδη ακούσει τις φήμες για τον ντόπιο που κέρδισε τα λεφτά.
«Είμαι σίγουρος πως αυτός ο μπάσταρδος θα ’χει ήδη ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του», είπε ο κηπουρός. «Σιγά μην κάτσει στο Μπόλτον με 25 εκατομμύρια λίρες!». Κι όμως, αυτή είναι η σοφότερη επιλογή: να μείνεις σπίτι σου, να κρατήσεις τη θέση σου στη δουλειά και το μυαλό σου στη θέση του. Γιατί μπορεί η απάντηση στο κλασικό «ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» να είναι προφανής, όπως αποδεικνύει και η φρενίτιδα που έχει χτυπήσει τους Ιταλούς για τα 144 εκατομμύρια ευρώ του SuperEnaLotto, αλλά το θέμα τελικώς είναι «ποιος θα παραμείνει εκατομμυριούχος;».
Η καλή εκδοχή
Δεν πρόκειται περί αστικού μύθου – πολλοί νικητές του λόττο, του λαχείου και των λοιπών χρυσοφόρων τζακ ποτ μερικά χρόνια μετά επιστρέφουν στην… προτεραία κατάσταση αφραγκίας.
Και αυτή είναι η καλή εκδοχή. Γιατί υπάρχει και η περίπτωση του 11χρονου Κωνσταντίνου Δαλάκα που τον απήγαγαν όταν η γιαγιά του κέρδισε 130 εκατομμύρια δραχμές στο λόττο (πριν από πολλά χρόνια). Τελικώς απεδείχθη πως το σχέδιο το είχε οργανώσει η θεία του παιδιού, της οποίας ο φίλος είχε γράψει κι εκείνο το φρικαλέο ραβασάκι στην οικογένεια: «Είμαστε φορείς του AIDS. Αν δεν πληρώσετε, θα μεταδώσουμε τον ιό στον γιο σας»! Αλλά όπως θα δείτε παρακάτω, οι πιο πολλοί τυχεροί δεν χρειάζονται ούτε σατανικούς συγγενείς ούτε τραγικές συμπτώσεις για να χάσουν τα λεφτά που κέρδισαν. Μπορούν και μόνοι τους να τα κατασπαταλήσουν μια χαρά!
Απ’ τα πολλά στα λίγα…
«Μετά την απομάκρυνση απ’ το ταμείο, ουδέν λάθος συγχωρείται». Η παράφραση της κλασικής προειδοποίησης θα ταίριαζε τέλεια στα γκισέ που πληρώνουν τα τζακ ποτ. Αυτό είναι κάτι που έμαθε καλά ο Ουίλιαμ Ποστ απ’ την Πενσιλβάνια, ο οποίος το 1988 κέρδισε στο τοπικό λόττο 16,2 εκατομμύρια δολάρια. Οπως είπε στους δημοσιογράφους, τη μέρα που κέρδισε το τζακ ποτ είχε στον λογαριασμό του στην τράπεζα δυόμισι δολάρια! Κι ίσως γι’ αυτό ο «Μπαντ», όπως τον φώναζαν μέχρι τότε οι φίλοι του, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να αγοράσει ό,τι βρει μπροστά του: σπίτια, εστιατόρια, αυτοκίνητα… πήρε ακόμα κι ένα δικινητήριο αεροπλάνο, κι ας μην ήξερε να το οδηγεί! Αλλά το πιο αγαπημένο του απόκτημα ήταν η βίλα που αγόρασε στο Οϊλ Σίτι της Πενσιλβάνια. Μόνο που υπολόγιζε χωρίς τη σύντροφό του, η οποία του έκανε μήνυση καθώς δεν της είχε δώσει ούτε ένα σεντ!
Η απόφαση
Το δικαστήριο αποφάσισε πως ο Μπαντ έπρεπε να της πληρώνει το 1/3 από κάθε δόση των κερδών του – τις οποίες όμως εκείνος τις είχε ήδη ξοδέψει προκαταβολικά. Κι αφού δεν μπορούσε να την πληρώσει, ο δικαστής έδωσε εντολή τα κέρδη του Μπαντ να παγώσουν μέχρι νεωτέρας.
Τον επόμενο χρόνο, οι επισκέπτες της βίλας μιλούσαν για σπασμένα τζάμια στα παράθυρα, για την πισίνα που ήταν γεμάτη φύλλα, για το διαλυμένο συναγερμό που χτυπούσε κάθε 60 δευτερόλεπτα, και για τον ιδιοκτήτη της, που τριγυρνούσε μέσ’ στο σκοτάδι σαν φάντασμα χωρίς καν να φοράει τη μασέλα του.
Μέχρι το 1997, ο Μπαντ κατάφερε όχι μόνο να χάσει και το τελευταίο του σεντ και να μπει στη φυλακή επειδή πυροβόλησε κάποιον κλητήρα που μπήκε στη βίλα του για να εισπράξει δόσεις, αλλά να χρωστάει και ένα εκατομμύριο δολάρια στις τράπεζες! Χρέος με το οποίο πάλευε μέχρι το 2006 που πέθανε πάμφτωχος στα 66 του περιμένοντας το επόμενο τσεκ απ’ την πρόνοια.
Η Εβελιν Ανταμς σίγουρα θα μπορούσε να τον καταλάβει. Εκείνη κέρδισε το τζακ ποτ δύο φορές(!), το 1985 και το 1986. Συνολικά, πήρε 5,4 εκατομμύρια δολάρια, μόνο που σήμερα ζει σ’ ένα τροχόσπιτο. «Κέρδισα το αμερικάνικο όνειρο δύο φορές», λέει η Εβελιν. «Και μετά, κατάφερα να το χάσω!». Οταν τη ρωτούν τι έφταιξε, απαντά λακωνικά. «Δεν έμαθα ποτέ να λέω μια λέξη. Τη λέξη “όχι”! Κι όλοι έρχονταν σε μένα με το χέρι απλωμένο». Οσο για τις πιο δύσκολες ερωτήσεις, η Εβελιν τις αντιπαρέρχεται με την ίδια πάντα φράση: «Κοιτάξτε να δείτε… έχω γνωρίσει κι άλλους νικητές, κι οι πιο πολλοί τα ’χασαν όλα σε έξι μήνες. Εγώ τουλάχιστον άντεξα μερικά χρόνια!» Μάλλον θα έπρεπε να πάρει μαθήματα απ’ τον σοφότερο Λουκ Πιτάρντ απ’ την Ουαλλία. Εκείνος κέρδισε στο εθνικό λαχείο 1,3 εκατομμύρια λίρες. Κι αφού πρώτα έζησε για λίγο τη ζωή όπως περίπου τη βλέπουμε στις διαφημίσεις (βλ. διακοπές σε εξωτικά νησιά, καινούργιο σπίτι, λαμπερός γάμος, σκύλος στην αυλή, κ.λπ.), δήλωσε πως… βαρέθηκε.
Κι έτσι, ξαναγύρισε στην κανονική δουλειά του. Οπότε αν ποτέ επισκεφθείτε το Κάρντιφ της Ουαλλίας, και περάσετε απ’ τα Μακντόναλντς, μπορείτε να δοκιμάσετε μπιφτέκι ψημένο από τα χέρια εκατομμυριούχου. Γιατί αυτή ήταν η παλιά δουλειά του Λουκ στην οποία επέστρεψε: ψήστης στα Μακντόναλντς με 5,85 λίρες την ώρα!
Πώς να χάσετε 315 εκατ. δολάρια
Ο μεγαλύτερος χαμένος όλων των εποχών είναι, αναμφισβήτητα, ο Αντριου Τζάκσον Γουίτακερ Τζούνιορ ή για τους φίλους (που πια δεν έχει!) Τζακ. Ο Τζακ στις 25 Δεκεμβρίου του 2002 σταμάτησε σ’ ένα βενζινάδικο να γεμίσει το ντεπόζιτο της Λίνκολν του και από το μίνι μάρκετ πήρε ένα σάντουιτς και ένα λαχνό για το χριστουγεννιάτικο λόττο.
Μέχρι εκείνο το βράδυ, ο Τζακ είχε μια κατασκευαστική εταιρεία, και στα 55 του χρόνια ζούσε τη χαριτωμένη εκδοχή του αμερικάνικου ονείρου: η δουλειά του πήγαινε καλά, η οικογένειά του τον αγαπούσε, η εγγονή του η Μπράντι το μόνο που ήθελε απ’ αυτόν ήταν μια βόλτα την Κυριακή με το αυτοκίνητο για να γίνει ευτυχισμένη. Αλλά εκείνο το βράδυ, όλα άλλαξαν. Ο Τζακ κέρδισε στο λόττο (αν την εφημερίδα τη διαβάζετε όρθιοι, τώρα είναι η ώρα να καθίσετε) 315 εκατομμύρια δολάρια! Το μεγαλύτερο ποσόν που είχε κερδηθεί ποτέ σε ολόκληρη την Αμερική!
«Ηταν μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα. Οταν είδα τι είχε συμβεί γύρισε το στομάχι μου ανάποδα. Εψαχνα κάποιον να μου πει μια συμβουλή, κάτι… Αλλά ήταν η επομένη των Χριστουγέννων. Ποιον να βρεις;». Τελικώς, καθότι επιχειρηματίας, ο Τζακ διάλεξε το κλασικό «κάλλιο πέντε και στο χέρι…», κι έτσι σύμφωνα με τους κανόνες του λόττο προτίμησε αντί για τα 315 εκατ. σε ετήσιες δόσεις, να πάρει 113,4 εκατ. σε μετρητά. Στην τελετή που του έκαναν στο Τσάρλεστον της Δυτικής Βιρτζίνια όπου τον έβαλαν να κρατά τη γιγαντιαία επιταγή, ξεκίνησε η καταστροφή του. Μπορεί ο Τζακ να έφτιαξε ίδρυμα για τους άστεγους, να χάρισε στην εκκλησία 11 εκατομμύρια και να αγόρασε στην υπάλληλο που του πούλησε τον λαχνό ένα σπίτι κι ένα αυτοκίνητο ως φιλοδώρημα, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι πλέον όσα και να έδινε δεν ήταν αρκετά. Οι φίλοι του, οι συγγενείς του, ακόμη κι αυτοί που απλώς έτυχε να τον γνωρίζουν θεωρούσαν πως με τόσα λεφτά που έχει κάτι ακόμη πρέπει να κάνει γι’ αυτούς. Οταν πήγαινε στο γήπεδο να δει μπέιζμπολ, τουλάχιστον εκατόν πενήντα άνθρωποι ορμούσαν επάνω του να του ζητήσουν λεφτά. Κι αν ο ίδιος δεν ήθελε να τα δώσει, κανένα πρόβλημα: απλώς του έκαναν μήνυση, ή προσπαθούσαν να του τα κλέψουν!
Ενας ιδιοκτήτης μπαρ τον μήνυσε λέγοντας πως ο Τζακ απείλησε να τον σκοτώσει, μια άγνωστη τον κατηγόρησε πως τη χτύπησε σε ιπποδρομίες σκύλων(!), περισσότερα από 400 άτομα έκαναν μήνυση σ’ αυτόν ή στην εταιρεία του για τους πιο απίθανους λόγους.
Κι ο Τζακ έλεγε «Πολύ που με νοιάζει! Απλώς τους πληρώνω και μπορούν μετά να πάνε στο διάολο!». Κάθε βράδυ τριγύριζε στα στριπ κλαμπ. Σ’ ένα απ’ αυτά, το «Ροζ Πόνι», οι σερβιτόρες έβαλαν στόχο να γδύσουν εκείνον. Τον Αύγουστο του 2003 κι ενώ εκείνος έπινε στο μαγαζί, κάποιος του άνοιξε το αυτοκίνητο και πήρε 545.000 σε μετρητά! Δύο σερβιτόρες που συνελήφθησαν παραδέχθηκαν πως έβαζαν ναρκωτικά στο ποτό του Τζακ όσο οι φίλοι τους απέξω ασχολούνταν με τα του αυτοκινήτου. Και βέβαια, το μισό εκατομμύριο δεν βρέθηκε ποτέ.
Πλέον, το μόνο που έκανε τον Τζακ χαρούμενο ήταν να βλέπει την εγγονή του να απολαμβάνει το χρήμα. Στα 17 της, της πήρε 4 αυτοκίνητα και κάθε εβδομάδα της έδινε 2.000 δολάρια χαρτζιλίκι. Κι έτσι κάπως, η Μπράντι ξεκίνησε τα ναρκωτικά. Ο καλύτερός της φίλος βρέθηκε νεκρός από υπερβολική χρήση, και όπως ήταν φυσικό η οικογένειά του έκανε μήνυση στον Τζακ, ο οποίος για μια ακόμη φορά κατέφυγε στον συμβιβασμό εκτός δικαστηρίου. Αλλά το χειρότερο δεν είχε συμβεί ακόμα: Τον Δεκέμβριο του 2004, η πολυαγαπημένη εγγονή του Τζακ, η Μπράντι, βρέθηκε νεκρή σε μια ερημιά της Δυτικής Βιρτζίνια. Από εκεί και πέρα, τίποτε δεν είχε πια σημασία. Ούτε η μεγάλη κλοπή του 2007, όταν εξαργυρώνοντας 12 τσεκ την ίδια μέρα κάποιος άδειασε όλους τους λογαριασμούς του Τζακ απ’ τα τελευταία απομεινάρια του τζακ ποτ. Ο Τζακ Γουίτακερ, πλέον παλεύει να ξεπληρώσει τις δόσεις για τους συμβιβασμούς απ’ τις μηνύσεις.
Στις συνεντεύξεις λέει πως «αν τα έκανα όλα απ’ την αρχή, εκείνο το πρωί απλώς θα γέμιζα το ντεπόζιτο της Λίνκολν μου, θα αγόραζα το σάντουιτς και θα συνέχιζα τον δρόμο μου. Και η γυναίκα του, κυρία Τζούελ Γούιτακερ, συμπληρώνει «δεν φταίει αυτός. Εγώ φταίω! Επρεπε να τον είχα σκίσει τον καταραμένο λαχνό όσο ήταν καιρός»!
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου