Ο Κώστας Βαϊμάκης, γράφει για τον Μιχάλη
Κωνσταντίνου, τον πιο ακριβό Έλληνα ποδοσφαιριστή που δεν έκανε την
καριέρα για την οποία ήταν έτοιμος από μικρός
Ο Μιχάλης Κωνσταντίνου ήταν για μένα ο «Έλληνας Αντριάνο», μόνο που όπως και ο Βραζιλιάνος, ο «Μιχαλάκη - είσαι - τρέλα» δεν κατάφερε να κάνει την καριέρα που του «αναλογούσε».
Η είδηση της απόσυρσης του Μιχάλη Κωνσταντίνου από την ενεργό δράση, μου προκάλεσε είναι η αλήθεια ανάμικτα συναισθήματα. Νοσταλγία από την μια για έναν παιχταρά, μια σεντερφορούκλα ο οποίος στην καλή του μέρα έπαιρνε αμπάριζα την αντίπαλη άμυνα και σκόραρε κάτι απίθανα γκολ. Πίκρα από την άλλη, που από τον Παναθηναϊκό, την ομάδα που υποστηρίζω, πήγε στον αιώνιο αντίπαλο.
Δέος, όταν θυμάμαι το γκολ που έβαλε στο «Καμπ Νου» από τα 30 μέτρα, έναν άπιαστο κεραυνό σε ένα ματς όπου ο Παναθηναϊκός έχασε μεν 3-1, αλλά λαχτάρησε τη Μπαρτσελόνα μέχρι το 90-φεύγα. Στενοχώρια, για εκείνο το πέναλτι που έκανε άγαρμπα στον Βενετίδη και στέρησε από τον Παναθηναϊκό ένα πρωτάθλημα.
Σαν τον Αντριάνο
Αν μπορούσα να τον παραλληλίσω με έναν ποδοσφαιριστή, αυτός θα ήταν ο Αντριάνο στα καλά του χρόνια στην Ίντερ. Δεν έκανε όμως την καριέρα που του «αναλογούσε» ο Μιχάλης Κωνσταντίνου, όπως δεν την έκανε, για άλλους λόγους και ο Αντριάνο. Ήταν φτιαγμένος για πολύ περισσότερα και πολύ πιο σπουδαία πράγματα και αυτή είναι η άποψή μου βάσει όσων έχω δει να κάνει κυρίως στον Ηρακλή και τον Παναθηναϊκό και λιγότερο στον Ολυμπιακό, εκεί όπου έβγαλε και τους τραυματισμούς που ουσιαστικά δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει να παίζει σε πολύ υψηλό επίπεδο, ελέω Τροντ Σόλιντ που τον έβαλε να παίξει αλλαγή ενώ ήταν τραυματίας, σακατεύοντας άσχημα το χτυπημένο του πόδι.Ο Μιχαλάκης ήταν τρέλα, όπως έλεγε το σύνθημα κι όχι μόνο με την πράσινη φανέλα, αλλά και με την κυανόλευκη. Ψηλός, δυνατός, με δυο καλά πόδια, με αίσθηση του γκολ, με τσαμπουκά, είχε την τύχη να βγει στον αφρό την χρυσή εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου, τότε που τα λεφτά δεν χώραγαν στις τσέπες κι έπεφταν στο πάτωμα.
Κάπως έτσι πήγε από τον Ηρακλή στον Παναθηναϊκό για περίπου 4 δισ. δραχμές, κάπου 11 εκατομμύρια σημερινά ευρώ. Κι αν συνυπολογίσουμε ότι πέρα από τα χρήματα δόθηκαν στον Ηρακλή και τρεις παίκτες (Χαλκιάς, Νασιόπουλος, Κουτσουρές), το ποσό εκτοξεύεται - είπαμε, άλλες εποχές τότε σε σχέση με σήμερα, άρα υπολογίστε ότι αυτοί οι τρεις είχαν τότε μεγάλη «χρηματιστηριακή αξία». Σε αυτά τα χρήματα προσθέστε και τα κάπου 750 εκατομμύρια δραχμές ετήσιο συμβόλαιο (πάνω από 2 εκατομμύρια σημερινά ευρώ) και έχετε μπροστά σας την ακριβότερη μεταγραφή Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Τα «έβγαλε» τα λεφτά του; Όχι και δύσκολα κάνεις απόσβεση όχι απλά σε τόσο μεγάλα ποσά, αλλά κυρίως σε τόσο μεγάλες προσδοκίες, ειδικά αν δεν έχεις προϋπηρεσία ή/και στόφα πρωταθλητισμού.
Πήρε νταμπλ, αλλά...
Ο «Μιχαλάκη είσαι τρέλα» μάζεψε χιλιάδες κόσμο στην πρώτη του προπόνηση όπου φόρεσε τα πράσινα, όλοι είχαν την καλή διάθεση να του δώσουν λίγο χρόνο να εγκλιματιστεί, αλλά ταυτόχρονα όλοι περίμεναν 20 και 30 γκολ κάθε χρόνο, πρωταθλήματα, κύπελλα και ευρωπαϊκές πιένες. Τελικά, σε τέσσερις σεζόν με τον Παναθηναϊκό και 151 ματς, έβαλε 49 γκολ, κατέκτησε ένα νταμπλ (το πρωτάθλημα το «πιστώθηκε» περισσότερο ο Ολισαντέμπε με τα γκολ που έβαλε, ενώ το κύπελλο το σφράγισε ο ίδιος ο Κωνσταντίνου στον τελικό με τον Ολυμπιακό).Όχι άσχημη συγκομιδή αλλά ούτε και εξαιρετική. Ίσως να έφταιξε ότι οι περισσότεροι τον «μετράγανε» με το κόστος της μεταγραφής, ίσως ότι και εκείνον πάντα τον πλάκωνε και τον άγχωνε όλο αυτό, πάντα πάσχιζε να αποδείξει ότι πρέπει να παίζει πάντα σαν παίκτης των τεσσάρων δισ... Σαν εκείνο το «Million Dollar Babe» που έλεγε η Χίλαρι Σουόν στην ομώνυμη υπέροχη ταινία του Κλιντ Ίστγουντ.
... μετακόμισε στον Πειραιά
Κι ύστερα ήρθε η μεταγραφή στον Ολυμπιακό, ακολουθώντας το δρομολόγιο του Αντώνη Νικοπολίδη. Με πείραξε το ότι αυτοί οι δυο πήγαν στον Ολυμπιακό και κυρίως ότι πάσχισαν από την πρώτη στιγμή να δείξουν πόσο «Ολυμπιακάρες» έγιναν, με δηλώσεις ο δεύτερος για το «λιμάνι της καρδιάς του» και ξέφρενους πανηγυρισμούς ο Μιχάλης στο γκολ που πέτυχε κατά του Παναθηναϊκού.Κυρίως με πείραξε που ξέχασαν τόσο γρήγορα τη Ριζούπολη, την ψυχολογική και σωματική βία που υπέστησαν, αυτά που άκουσαν κι αυτά που βίωσαν, τις πόρτες στα αποδυτήρια που προσπαθούσαν να κρατήσουν κλειστές για να μην μπουκάρουν μέσα οι Ούνοι - σ’ αυτούς που τους έβριζαν χυδαία τις μάνες και τα σπίτια πήγαν και τους χειροκροτούσαν ανταποδίδοντας το χειροκρότημα, σαν να μην συνέβη ποτέ μεταξύ τους το παραμικρό.
Είμαι ρομαντικός; Μπορεί. Γραφικός; Ίσως, ειδικά όταν μιλάμε για επαγγελματίες και μπίζνες. Περισσότερο από το ότι πήγαν, προφανώς με πείραξε η ανάγκη τους να γίνουν αγαπητοί απ’ αυτούς που κάποτε τους μισούσαν, σαν ένα ποδοσφαιρικό «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», όπου το θύμα απαγωγής ερωτεύεται τον απαγωγέα του...
Στον Ολυμπιακό ο Μιχάλης μπορεί να μην ήταν τόσο «τρέλα», να έβαλε 11 γκολ σε 42 αγώνες, αλλά κατέκτησε τρία πρωταθλήματα, δυο κύπελλα κι ένα Σούπερ Καπ, πριν πάει για λίγο ξανά στον Ηρακλή πριν γυρίσει οριστικά στην Κύπρο. Κρέμασε τα παπούτσια του μετά από σχεδόν 19 χρόνια καριέρας, το αγαπημένο του «19» που φόραγε - φαντάζομαι - λόγω του ότι γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου.
Για μένα, θα μείνει στη μνήμη όχι για τα χρήματα που δαπανήθηκαν γι’ αυτόν, αλλά για τα πράγματα που τον είδα να κάνει στο γήπεδο, για το ότι ήταν ό,τι πιο κοντινό είχε να παρουσιάσει το ποδόσφαιρό μας στα πρότυπα του «φορ κλάσης», για τις σφιγμένες γροθιές και τις φλέβες στον λαιμό του που πεταγόντουσαν μετά από γκολ. Νομίζω ότι κάπως έτσι θα θέλει κι ο «Μιχαλάκης - είσαι - τρέλα» να τον θυμόμαστε, τώρα που πλέον είναι και επίσημα βετεράνος ποδοσφαιριστής.
ΠΗΓΗ