Η ελληνική έκδοση του ΝΒΑ θυμάται τον Dave Cowens, έναν παίκτη με μεγάλη καρδιά που έγραψε την δική του ιστορία στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου.
«Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου σούπερ σταρ. Αντιπροσωπεύω την εργατική τάξη του ΝΒΑ». Αυτές οι δύο ατάκες ήταν μέρος του λόγου που έβγαλε ο Cowens το 1991 όταν εισήχθη στο Hall Of Fame το 1991.
Ήταν η στιγμή της απόλυτης δικαίωσης για έναν από τους πιο σκληρούς εργάτες και πλέον υποτιμημένους παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ, που όμως διάλεξε να μείνει ταπεινός ακόμα και τότε, λέγοντας: «Είναι τιμή μου, επειδή μπορώ να ονομάσω πολλούς τύπους καλύτερους από τον Dave Cowens». Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Cowens ασχολήθηκε με το μπάσκετ επειδή ψήλωσε κατά 18 πόντους μέσα σε δύο χρόνια.
Κολυμβητής!
Ο Cowens γεννήθηκε στο Kentucky στις 25 Οκτωβρίου 1948. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει ερωτεύτηκε αμέσως το μπάσκετ, όντας συνέχεια με μία μπάλα στα χέρια από την ηλικία των οχτώ ετών. Στο Γυμνάσιο ωστόσο θα άλλαζαν τα δεδομένα.
Όντας αντιδραστικό στοιχείο από μικρός, ο μικρός Dave ήρθε σε κόντρα με τον προπονητή της ομάδας μπάσκετ του Γυμνασίου του Newport. Συνέπεια αυτής της κόντρας ήταν να στραφεί στην κολύμβηση και τον στίβο. Εξάλλου με ύψος 1.80 μ. δεν φαινόταν να έχει και πολλές ελπίδες διάκρισης στο άθλημα που αγαπούσε. Στην τελευταία του χρονιά στο Γυμνάσιο όμως θα άλλαζε εκ νέου γνώμη.
Το Newport είχε πλέον νέο προπονητή και ο Cowens είχε ύψος 1.98 μ., παίρνοντας έτσι τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στο μπάσκετ. Και θα δικαιωνόταν για την απόφασή του, αφού οδήγησε το σχολείο του σε ρεκόρ 29-3, έχοντας 13 πόντους και 20 ριμπάουντ μέσο όρο! Παίρνοντας κι άλλο ύψος (πλέον ήταν 2.04 μ.) ήταν έτοιμος να διαλέξει κολέγιο. Το τοπικό Kentucky όμως δεν του έκανε αμέσως πρόταση, κάτι που τον εκνεύρισε. Ετσι, παρά τις προτροπές του πατέρα του να επιλέξει το κολέγιο της περιοχής, διάλεξε να πάει στο Florida State. Ο λόγος ήταν ότι ο προπονητής της ομάδας, Hugh Durham, του είχε τάξει μία θέση στην βασική πεντάδα της ομάδας όταν γινόταν δευτεροετής (την δεκαετία του 60’ δεν επιτρεπόταν στους πρωτοετείς να είναι στην πρώτη ομάδα).
Στο κολέγιο του Florida State o Cowens θα γινόταν αμέσως ο ηγέτης της ομάδας. Η ικανότητά του στο ριμπάουντ ήταν μοναδική, ενώ παρά το γεγονός ότι ήταν κοντός για σέντερ, υπερκάλυπτε το μειονέκτημά του επειδή «έτρεχε» καλά το γήπεδο για την θέση του. Στην περίοδο που πέρασε στο κολέγιο ο Cowens είχε 19 πόντους και 17.2 ριμπάουντ μέσο όρο, «κατεβάζοντας» συνολικά 1.340 ριμπάουντ στις τρεις τελευταίες του χρονιές. Το ΝΒΑ τον περίμενε.
Διάδοχος του Russell
Στο ντραφτ του 1970 ο λευκός σέντερ είδε τους Celtics να τον επιλέγουν στο νούμερο 4 και να του ζητάνε το απίστευτο: Έπρεπε να καλύψει το κενό του σπουδαίου Bill Russell, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τα παρκέ έναν χρόνο νωρίτερα! Δύσκολη αποστολή, ωστόσο υπήρχαν δύο άνθρωποι που πίστευαν ότι θα τα καταφέρει. Ο πρώτος ήταν ο πρώην προπονητής και τότε τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας, Red Auerbach. Ο άλλος ήταν ό ίδιος ο Russell, ο οποίος είχε προτείνει στον Auerbach να δώσει την ευκαιρία στον λευκό σέντερ από το Kentucky να δείξει το ταλέντο του.
Ο Cowens δεν δυσκολεύτηκα να κερδίσει την συμπάθεια των φίλων των Celtics, που εκτίμησαν σε αυτόν ένα πράγμα: Δεν παρατούσε καμία φάση. Όντας αναγκασμένος να τα βάζει κάθε βράδυ με παίκτες πολύ ψηλότερους από αυτόν, όπως ο Wilt Chamberlain, o Kareem Abdul-Jabbar και ο Nate Thurmond, ο Cowens έβγαινε πολλές φορές νικητής χάρη στο πάθος του. Οι βουτιές του στο παρκέ για κάθε χαμένη μπάλα, αλλά και το γεγονός ότι θυσίαζε τα στατιστικά του και το κορμί του για το καλό της ομάδας εκτιμήθηκαν από τους Βοστωνέζους, που κατάλαβαν ότι ο νεαρός σέντερ ήταν άξιος συνεχιστής της περίφημης «Celtics’ pride».
Στη ρούκι χρονιά του ο απόφοιτος του κολεγίου του Florida State είχε 17 πόντους και 15 ριμπάουντ μέσο όρο, μοιραζόμενος το βραβείο του ρούκι της χρονιάς με τον Geoff Petrie. Αυτή όμως θα ήταν μόνο η αρχή.
Στην δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ ο Cowens θα συνέχιζε στον ίδιο ρυθμό, έχοντας 18.8 πόντους και 15.2 ριμπάουντ μέσο όρο. Οι καλές επιδόσεις του, αλλά κυρίως η συμπεριφορά του στο παρκέ θα είχαν ως αποτέλεσμα να κληθεί για πρώτη φορά στην καριέρα του στο All Star Game το 1972. Θα ακολουθούσαν άλλες έξι κλήσεις τα επόμενα έξι χρόνια. Η σεζόν της αποθέωσης ωστόσο ήταν η επόμενη.
Την περίοδο 1972/73 ο Cowens κατάφερε να γίνει μέλος ενός… περίεργου κλαμπ που αριθμεί μόνο δύο μέλη: Αυτόν και τον Bill Russell. Έχοντας 20.5 πόντους, 16.2 ριμπάουντ και 4.1 ασίστ μέσο όρο, ο σέντερ των Celtics κέρδισε το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου, ωστόσο δεν ήταν μέλος της καλύτερης πεντάδας του ΝΒΑ, αλλά της δεύτερης! Αυτό όμως ελάχιστα τον ενδιέφερε. Το σημαντικό για αυτόν ήταν ότι αναγνωρίστηκε η δουλειά του, αφού το μακρινό 1973 το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου δινόταν σε κάποιον έπειτα από ψηφοφορία μεταξύ των παικτών. Ο Cowens μάλιστα κατάφερε να κερδίσει την ίδια σεζόν και το βραβείο του MVP του All Star Game. Τα καλύτερα όμως θα έρχονταν.
Πρωταθλητής
Την σεζόν 1973/74 ο λευκός σέντερ θα έμπαινε μία και καλή στην καρδιά των φίλων των Celtics. Όντας πλέον το δεύτερο βιολί στην επίθεση της ομάδας πίσω από τον σπουδαίο John Havlicek, ο Cowens συνέχισε να τα βάζει με τα «θηρία» των αντίπαλων ομάδων, βοηθώντας την Βοστώνη να κατακτήσει το Πρωτάθλημα του 1974.
Κατά την διάρκεια των πλέι-οφ του 1974 ο 25χρονος πλέον Cowens χρειάστηκε να τα βάλει κατά σειρά με τους Bob McAdoo (πρώτος γύρος-Buffalo Braves), Willis Reed (τελικοί Ανατολής-Knicks) και Kareem Abdul-Jabbar (τελικοί ΝΒΑ-Milwaukee Bucks). Ήταν μάλιστα ο πρωταγωνιστής του έβδομου τελικού, έχοντας 28 πόντους και 14 ριμπάουντ στη νίκη με 102-87 της ομάδας του, που έδωσε τον τίτλο στους Celtics.
Οι «Κέλτες» και ο Cowens θα συνέχιζαν στον ίδιο ρυθμό για δύο χρόνια ακόμα, φτάνοντας μέχρι τους τελικούς της Ανατολής το 1975 και κατακτώντας το Πρωτάθλημα του 1976. Η επιλογή της διοίκησης της ομάδας όμως να παραχωρήσει με ανταλλαγή τον κολλητό του Cowens, Paul Silas, στους Nuggets πριν την έναρξη της σεζόνν 1976/77 δεν άρεσε καθόλου στον απόφοιτο του κολεγίου του Florida State, που ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση σε ηλικία 28 ετών προκειμένου να δουλέψει σαν οδηγός ταξί!
Τελικά έπειτα από 30 αγώνες ο λευκός σέντερ θα επέστρεφε στα παρκέ, για να βοηθήσει την ομάδα, χωρίς όμως να καταφέρει να επανέλθει στα γνωστά του επίπεδα, έχοντας 16.4 πόντους και 13.9 ριμπάουντ μέσο όρο. Οι Celtics τελικά θα αποκλείονταν στους τελικούς της Ανατολής από τους Sixers, ενώ στο τέλος της σεζόν ο Havlicek θα ανακοίνωνε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, κλείνοντας έτσι τον κύκλο του στην ομάδα.
Ένα ιδιαίτερο ρεκόρ και ο τελευταίος χορός
Η σεζόν 1977/78 ήταν εφιαλτική για τους Celtics, οι οποίοι έμειναν εκτός πλέι-οφ με ρεκόρ 32-50. Ο Cowens όμως ήταν ο τελευταίος που έφταιγε για αυτό, αφού μέσα στο γήπεδο τα έκανε όλα. Στην κυριολεξία! Την σεζόν 1977/78 ο λευκός σέντερ έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που είχε τις καλύτερες επιδόσεις σε όλες τις βασικές στατιστικές κατηγορίες της ομάδας του (πόντοι, ριμπάουντ, ασίστ, κλεψίματα, κοψίματα)! Συγκεκριμένα, ο απόφοιτος του κολεγίου του Florida State είχε 18.6 πόντους, 14 ριμπάουντ, 4.6 ασίστ, 1.3 κλεψίματα και 0.9 κοψίματα! Δεν έφτανε βέβαια η δική του προσπάθεια.
Έναν χρόνο αργότερα ο Cowens θα αναλάμβανε διπλό ρόλο στην ομάδα, αφού μετά από μόλις 14 αγώνες οι Celtics θα του ζητούσαν να γίνει παίκτης-προπονητής! Ο «Big Red» όπως τον φώναζαν λόγω των κόκκινων μαλλιών του θα έκανε ότι μπορούσε βέβαια, ωστόσο αυτό δεν θα έφτανε στην Βοστώνη, που με ρεκόρ 29-53 τερμάτισε στην προτελευταία θέση της Ανατολικής περιφέρειας. Η μοίρα της ομάδας όμως θα άλλαζε σύντομα.
Έπειτα από έναν χρόνο αναμονής, οι Celtics είχαν πλέον στο ρόστερ τους τον σπουδαίο Larry Bird την σεζόν 1979/80. Με τον «Larry Legend» να είναι ο νέος ηγέτης της ομάδας και τον Cowens να τον συμπληρώνει – όντας πλέον μόνο παίκτης – οι «Κέλτες» είχαν το καλύτερο ρεκόρ στο ΝΒΑ με 61-21. Στα πλέι-οφ ωστόσο θα αποκλείονταν από τους Sixers στους τελικούς της Ανατολής με 4-1. Μετά το τέλος της σεζόν ο Cowens θα ανακοίνωνε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Δεν θα άντεχε όμως για πολύ καιρό ακόμα μακριά από τα παρκέ.
Την σεζόν 1982/83 όντας πλέον 34 ετών, αποφάσισε να γυρίσει για τρίτη φορά στην ενεργό δράση για χάρη των Bucks, στους οποίους ήταν προπονητής ο παλιός συμπαίκτης του στην Βοστώνη και φίλος του, Don Nelson. Θα αγωνιζόταν σε 40 αγώνες με τα «Ελάφια», έχοντας 8.1 πόντους και 6.9 ριμπάουντ σε κάθε παιχνίδι, τους χαμηλότερους μέσους όρους της καριέρας του.
Το καλοκαίρι του 1983 θα ανακοίνωνε για τρίτη φορά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Αυτή τη φορά το εννοούσε όμως. Έκτοτε ο Cowens ακολούθησε καριέρα προπονητή. Ξεκίνησε από ασίσταντ κόουτς των Spurs στα μέσα της δεκαετίας του 80’, για να καθίσει τελικά στον πάγκο των Charlotte Hornets από το 1996 έως το 1999 και σε αυτό τον Golden State Warriors από το 1999 έως το 2001, ενώ το 1991 είχε προλάβει να κερδίσει μία θέση στο Hall Of Fame.
Ο ίδιος είχε υποστηρίξει την ημέρα που μπήκε ανάμεσα στους «Αθανάτους» του μπάσκετ ότι «πρέπει να παίξεις με τους σωστούς ανθρώπους και να σε επιλέξει η σωστή ομάδα για να τα καταφέρεις. Ας πούμε την αλήθεια. Ήμουν πολύ τυχερός». Οι θαυμαστές του θα διαφωνήσουν με αυτόν. Το γεγονός ότι θεωρείται ένας από τους 50 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών και η φανέλα του με τον αριθμό «18» βρίσκεται στην οροφή του γηπέδου των Celtics το αποδεικνύει…
ΠΗΓΗ
«Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου σούπερ σταρ. Αντιπροσωπεύω την εργατική τάξη του ΝΒΑ». Αυτές οι δύο ατάκες ήταν μέρος του λόγου που έβγαλε ο Cowens το 1991 όταν εισήχθη στο Hall Of Fame το 1991.
Ήταν η στιγμή της απόλυτης δικαίωσης για έναν από τους πιο σκληρούς εργάτες και πλέον υποτιμημένους παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ, που όμως διάλεξε να μείνει ταπεινός ακόμα και τότε, λέγοντας: «Είναι τιμή μου, επειδή μπορώ να ονομάσω πολλούς τύπους καλύτερους από τον Dave Cowens». Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Cowens ασχολήθηκε με το μπάσκετ επειδή ψήλωσε κατά 18 πόντους μέσα σε δύο χρόνια.
Κολυμβητής!
Ο Cowens γεννήθηκε στο Kentucky στις 25 Οκτωβρίου 1948. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει τι του συμβαίνει ερωτεύτηκε αμέσως το μπάσκετ, όντας συνέχεια με μία μπάλα στα χέρια από την ηλικία των οχτώ ετών. Στο Γυμνάσιο ωστόσο θα άλλαζαν τα δεδομένα.
Όντας αντιδραστικό στοιχείο από μικρός, ο μικρός Dave ήρθε σε κόντρα με τον προπονητή της ομάδας μπάσκετ του Γυμνασίου του Newport. Συνέπεια αυτής της κόντρας ήταν να στραφεί στην κολύμβηση και τον στίβο. Εξάλλου με ύψος 1.80 μ. δεν φαινόταν να έχει και πολλές ελπίδες διάκρισης στο άθλημα που αγαπούσε. Στην τελευταία του χρονιά στο Γυμνάσιο όμως θα άλλαζε εκ νέου γνώμη.
Το Newport είχε πλέον νέο προπονητή και ο Cowens είχε ύψος 1.98 μ., παίρνοντας έτσι τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στο μπάσκετ. Και θα δικαιωνόταν για την απόφασή του, αφού οδήγησε το σχολείο του σε ρεκόρ 29-3, έχοντας 13 πόντους και 20 ριμπάουντ μέσο όρο! Παίρνοντας κι άλλο ύψος (πλέον ήταν 2.04 μ.) ήταν έτοιμος να διαλέξει κολέγιο. Το τοπικό Kentucky όμως δεν του έκανε αμέσως πρόταση, κάτι που τον εκνεύρισε. Ετσι, παρά τις προτροπές του πατέρα του να επιλέξει το κολέγιο της περιοχής, διάλεξε να πάει στο Florida State. Ο λόγος ήταν ότι ο προπονητής της ομάδας, Hugh Durham, του είχε τάξει μία θέση στην βασική πεντάδα της ομάδας όταν γινόταν δευτεροετής (την δεκαετία του 60’ δεν επιτρεπόταν στους πρωτοετείς να είναι στην πρώτη ομάδα).
Στο κολέγιο του Florida State o Cowens θα γινόταν αμέσως ο ηγέτης της ομάδας. Η ικανότητά του στο ριμπάουντ ήταν μοναδική, ενώ παρά το γεγονός ότι ήταν κοντός για σέντερ, υπερκάλυπτε το μειονέκτημά του επειδή «έτρεχε» καλά το γήπεδο για την θέση του. Στην περίοδο που πέρασε στο κολέγιο ο Cowens είχε 19 πόντους και 17.2 ριμπάουντ μέσο όρο, «κατεβάζοντας» συνολικά 1.340 ριμπάουντ στις τρεις τελευταίες του χρονιές. Το ΝΒΑ τον περίμενε.
Διάδοχος του Russell
Στο ντραφτ του 1970 ο λευκός σέντερ είδε τους Celtics να τον επιλέγουν στο νούμερο 4 και να του ζητάνε το απίστευτο: Έπρεπε να καλύψει το κενό του σπουδαίου Bill Russell, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τα παρκέ έναν χρόνο νωρίτερα! Δύσκολη αποστολή, ωστόσο υπήρχαν δύο άνθρωποι που πίστευαν ότι θα τα καταφέρει. Ο πρώτος ήταν ο πρώην προπονητής και τότε τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας, Red Auerbach. Ο άλλος ήταν ό ίδιος ο Russell, ο οποίος είχε προτείνει στον Auerbach να δώσει την ευκαιρία στον λευκό σέντερ από το Kentucky να δείξει το ταλέντο του.
Ο Cowens δεν δυσκολεύτηκα να κερδίσει την συμπάθεια των φίλων των Celtics, που εκτίμησαν σε αυτόν ένα πράγμα: Δεν παρατούσε καμία φάση. Όντας αναγκασμένος να τα βάζει κάθε βράδυ με παίκτες πολύ ψηλότερους από αυτόν, όπως ο Wilt Chamberlain, o Kareem Abdul-Jabbar και ο Nate Thurmond, ο Cowens έβγαινε πολλές φορές νικητής χάρη στο πάθος του. Οι βουτιές του στο παρκέ για κάθε χαμένη μπάλα, αλλά και το γεγονός ότι θυσίαζε τα στατιστικά του και το κορμί του για το καλό της ομάδας εκτιμήθηκαν από τους Βοστωνέζους, που κατάλαβαν ότι ο νεαρός σέντερ ήταν άξιος συνεχιστής της περίφημης «Celtics’ pride».
Στη ρούκι χρονιά του ο απόφοιτος του κολεγίου του Florida State είχε 17 πόντους και 15 ριμπάουντ μέσο όρο, μοιραζόμενος το βραβείο του ρούκι της χρονιάς με τον Geoff Petrie. Αυτή όμως θα ήταν μόνο η αρχή.
Στην δεύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ ο Cowens θα συνέχιζε στον ίδιο ρυθμό, έχοντας 18.8 πόντους και 15.2 ριμπάουντ μέσο όρο. Οι καλές επιδόσεις του, αλλά κυρίως η συμπεριφορά του στο παρκέ θα είχαν ως αποτέλεσμα να κληθεί για πρώτη φορά στην καριέρα του στο All Star Game το 1972. Θα ακολουθούσαν άλλες έξι κλήσεις τα επόμενα έξι χρόνια. Η σεζόν της αποθέωσης ωστόσο ήταν η επόμενη.
Την περίοδο 1972/73 ο Cowens κατάφερε να γίνει μέλος ενός… περίεργου κλαμπ που αριθμεί μόνο δύο μέλη: Αυτόν και τον Bill Russell. Έχοντας 20.5 πόντους, 16.2 ριμπάουντ και 4.1 ασίστ μέσο όρο, ο σέντερ των Celtics κέρδισε το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου, ωστόσο δεν ήταν μέλος της καλύτερης πεντάδας του ΝΒΑ, αλλά της δεύτερης! Αυτό όμως ελάχιστα τον ενδιέφερε. Το σημαντικό για αυτόν ήταν ότι αναγνωρίστηκε η δουλειά του, αφού το μακρινό 1973 το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου δινόταν σε κάποιον έπειτα από ψηφοφορία μεταξύ των παικτών. Ο Cowens μάλιστα κατάφερε να κερδίσει την ίδια σεζόν και το βραβείο του MVP του All Star Game. Τα καλύτερα όμως θα έρχονταν.
Πρωταθλητής
Την σεζόν 1973/74 ο λευκός σέντερ θα έμπαινε μία και καλή στην καρδιά των φίλων των Celtics. Όντας πλέον το δεύτερο βιολί στην επίθεση της ομάδας πίσω από τον σπουδαίο John Havlicek, ο Cowens συνέχισε να τα βάζει με τα «θηρία» των αντίπαλων ομάδων, βοηθώντας την Βοστώνη να κατακτήσει το Πρωτάθλημα του 1974.
Κατά την διάρκεια των πλέι-οφ του 1974 ο 25χρονος πλέον Cowens χρειάστηκε να τα βάλει κατά σειρά με τους Bob McAdoo (πρώτος γύρος-Buffalo Braves), Willis Reed (τελικοί Ανατολής-Knicks) και Kareem Abdul-Jabbar (τελικοί ΝΒΑ-Milwaukee Bucks). Ήταν μάλιστα ο πρωταγωνιστής του έβδομου τελικού, έχοντας 28 πόντους και 14 ριμπάουντ στη νίκη με 102-87 της ομάδας του, που έδωσε τον τίτλο στους Celtics.
Οι «Κέλτες» και ο Cowens θα συνέχιζαν στον ίδιο ρυθμό για δύο χρόνια ακόμα, φτάνοντας μέχρι τους τελικούς της Ανατολής το 1975 και κατακτώντας το Πρωτάθλημα του 1976. Η επιλογή της διοίκησης της ομάδας όμως να παραχωρήσει με ανταλλαγή τον κολλητό του Cowens, Paul Silas, στους Nuggets πριν την έναρξη της σεζόνν 1976/77 δεν άρεσε καθόλου στον απόφοιτο του κολεγίου του Florida State, που ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση σε ηλικία 28 ετών προκειμένου να δουλέψει σαν οδηγός ταξί!
Τελικά έπειτα από 30 αγώνες ο λευκός σέντερ θα επέστρεφε στα παρκέ, για να βοηθήσει την ομάδα, χωρίς όμως να καταφέρει να επανέλθει στα γνωστά του επίπεδα, έχοντας 16.4 πόντους και 13.9 ριμπάουντ μέσο όρο. Οι Celtics τελικά θα αποκλείονταν στους τελικούς της Ανατολής από τους Sixers, ενώ στο τέλος της σεζόν ο Havlicek θα ανακοίνωνε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, κλείνοντας έτσι τον κύκλο του στην ομάδα.
Ένα ιδιαίτερο ρεκόρ και ο τελευταίος χορός
Η σεζόν 1977/78 ήταν εφιαλτική για τους Celtics, οι οποίοι έμειναν εκτός πλέι-οφ με ρεκόρ 32-50. Ο Cowens όμως ήταν ο τελευταίος που έφταιγε για αυτό, αφού μέσα στο γήπεδο τα έκανε όλα. Στην κυριολεξία! Την σεζόν 1977/78 ο λευκός σέντερ έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που είχε τις καλύτερες επιδόσεις σε όλες τις βασικές στατιστικές κατηγορίες της ομάδας του (πόντοι, ριμπάουντ, ασίστ, κλεψίματα, κοψίματα)! Συγκεκριμένα, ο απόφοιτος του κολεγίου του Florida State είχε 18.6 πόντους, 14 ριμπάουντ, 4.6 ασίστ, 1.3 κλεψίματα και 0.9 κοψίματα! Δεν έφτανε βέβαια η δική του προσπάθεια.
Έναν χρόνο αργότερα ο Cowens θα αναλάμβανε διπλό ρόλο στην ομάδα, αφού μετά από μόλις 14 αγώνες οι Celtics θα του ζητούσαν να γίνει παίκτης-προπονητής! Ο «Big Red» όπως τον φώναζαν λόγω των κόκκινων μαλλιών του θα έκανε ότι μπορούσε βέβαια, ωστόσο αυτό δεν θα έφτανε στην Βοστώνη, που με ρεκόρ 29-53 τερμάτισε στην προτελευταία θέση της Ανατολικής περιφέρειας. Η μοίρα της ομάδας όμως θα άλλαζε σύντομα.
Έπειτα από έναν χρόνο αναμονής, οι Celtics είχαν πλέον στο ρόστερ τους τον σπουδαίο Larry Bird την σεζόν 1979/80. Με τον «Larry Legend» να είναι ο νέος ηγέτης της ομάδας και τον Cowens να τον συμπληρώνει – όντας πλέον μόνο παίκτης – οι «Κέλτες» είχαν το καλύτερο ρεκόρ στο ΝΒΑ με 61-21. Στα πλέι-οφ ωστόσο θα αποκλείονταν από τους Sixers στους τελικούς της Ανατολής με 4-1. Μετά το τέλος της σεζόν ο Cowens θα ανακοίνωνε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Δεν θα άντεχε όμως για πολύ καιρό ακόμα μακριά από τα παρκέ.
Την σεζόν 1982/83 όντας πλέον 34 ετών, αποφάσισε να γυρίσει για τρίτη φορά στην ενεργό δράση για χάρη των Bucks, στους οποίους ήταν προπονητής ο παλιός συμπαίκτης του στην Βοστώνη και φίλος του, Don Nelson. Θα αγωνιζόταν σε 40 αγώνες με τα «Ελάφια», έχοντας 8.1 πόντους και 6.9 ριμπάουντ σε κάθε παιχνίδι, τους χαμηλότερους μέσους όρους της καριέρας του.
Το καλοκαίρι του 1983 θα ανακοίνωνε για τρίτη φορά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση. Αυτή τη φορά το εννοούσε όμως. Έκτοτε ο Cowens ακολούθησε καριέρα προπονητή. Ξεκίνησε από ασίσταντ κόουτς των Spurs στα μέσα της δεκαετίας του 80’, για να καθίσει τελικά στον πάγκο των Charlotte Hornets από το 1996 έως το 1999 και σε αυτό τον Golden State Warriors από το 1999 έως το 2001, ενώ το 1991 είχε προλάβει να κερδίσει μία θέση στο Hall Of Fame.
Ο ίδιος είχε υποστηρίξει την ημέρα που μπήκε ανάμεσα στους «Αθανάτους» του μπάσκετ ότι «πρέπει να παίξεις με τους σωστούς ανθρώπους και να σε επιλέξει η σωστή ομάδα για να τα καταφέρεις. Ας πούμε την αλήθεια. Ήμουν πολύ τυχερός». Οι θαυμαστές του θα διαφωνήσουν με αυτόν. Το γεγονός ότι θεωρείται ένας από τους 50 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών και η φανέλα του με τον αριθμό «18» βρίσκεται στην οροφή του γηπέδου των Celtics το αποδεικνύει…
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου