Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Έγραψε ιστορία ο Αντώνης Φώτσης

Στις 10 Νοεμβρίου του 2001, ο Αντώνης Φώτσης έγραψε ιστορία γινόμενος ο πρώτος Έλληνας παίκτης που αγωνίστηκε στο ΝΒΑ.

Ο τότε 20άχρονος Αντώνης Φώτσης συμμετείχε στην αναμέτρηση των Μέμφις Γκρίζλις με αντίπαλο τους Λος Άντζελες Λέικερς, πετυχαίνοντας 4 πόντους (2/7 δίποντα, 0/3 βολές) κι έχοντας ακόμα δύο ριμπάουντ και ένα κλέψιμο σε 12 λεπτά συμμετοχής στην ήττα της ομάδας του με 110-86.




Στις 28 Ιουνίου του 2001 οι «αρκούδες» τον είχαν επιλέξει στο δεύτερο γύρο του ντραφτ, συγκεκριμένα στο νούμερο 47, και στις 4 Αυγούστου είχε υπογράψει το συμβόλαιό του, αφού πρώτα το Μέμφις υποχρεώθηκε να πληρώσει στον Παναθηναϊκό το ποσό της ρήτρας αποδέσμευσής του. Έμεινε ελεύθερος την 1η Ιουλίου του 2002 και 13 ημέρες μετά οι Γκρίζλις ανακοίνωσαν την παραίτησή τους από τα δικαιώματά του.

Ήταν η 30ή Ιανουαρίου του 2001 όταν οι τότε Βανκούβερ Γκρίζλις παραχώρησαν τον Οθέλα Χάρινγκτον στους Νιου Γιορκ Νικς με αντάλλαγμα, μεταξύ άλλων, μία θέση στο δεύτερο γύρο του ντραφτ. Αν και οι προβλέψεις ήθελαν τις «αρκούδες» να επιλέγουν το Φώτση μετά το Σεν Μπατίερ, τον οποίο διάλεξαν στο Νο 6, προτίμησαν τον Τζαμάλ Τίνσλεϊ στο Νο 27 και τον Ουίλι Σόλομον στο Νο 33, ρίχνοντας τον Έλληνα φόργουορντ στο δεύτερο γύρο, με αποτέλεσμα να χάσει το τριετές εγγυημένο συμβόλαιο. Ο Αντώνης Φώτσης υπέγραψε για ένα χρόνο, με οψιόν ανανέωσης για ακόμη ένα, προς 330.000 δολάρια, ενώ οι «αρκούδες» πλήρωσαν στον Παναθηναϊκό άλλα 300.000 ευρώ.

Στις 10 Νοεμβρίου του 2001 το αμερικανικό όνειρο πήρε και σάρκα και οστά για το Φώτση. «Ήταν σαν να ζούσα σε όνειρο, αισθανόμουν πολύ όμορφα - ειδικά παίζοντας κόντρα στους Λέικερς. Ήξερα όμως εξ αρχής, όταν ερχόμουν εδώ, πως κάπως έτσι θα είναι», αρκέστηκε να τονίσει για το ντεμπούτο του στο ΝΒΑ. Αν και 20 χρονών, δεν ήταν «ψαρωμένος». Όταν ο συμπαίκτης του, Γκραντ Λονγκ, έσπευσε να ρωτήσει «τι λέει για εμένα ο Τόνι;», ακούγοντάς τον να μιλάει ελληνικά, ο ίδιος απάντησε: «Τους εξηγώ πώς μπορώ να καρφώσω πάνω από εσένα, φίλε!». Το μυαλό του «Τόνι», βέβαια, δεν είχε πάρει αέρα. «Καλό παιδί» τον έλεγε ο Μπρέβιν Νάιτ, «ολιγομίλητο» ο Μπατίερ. Κανείς δεν είχε να πει κακό λόγο για τον Έλληνα φόργουορντ.



«Είναι εξαιρετικό παιδί. Είναι επίσης πολύ εξελίξιμος ως παίκτης, διασκεδάζεις να δουλεύεις μαζί του. Είμαι πολύ χαρούμενος για εκείνον», ήταν χαρακτηριστικά τα λόγια του τότε προπονητή του Μέμφις, Σίντνεϊ Λόου. Οι Γκρίζλις, που παρακολουθούσαν το Φώτση από το 1998, είχαν δει στο πρόσωπό του έναν σύγχρονο αθλητικό πάουερ φόργουορντ. Τα φυσικά προσόντα του και το ταλέντο του εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους ανθρώπους της ομάδας, αλλά ο ίδιος δεν φρόντισε να τους δικαιώσει.

Στο Μέμφις είχαν φθάσει μέχρι και στο σημείο να κατηγορήσουν το Ζέλικο Ομπράντοβιτς, καθώς όπως είχε μπει ο γενικός διευθυντής τους, Μπίλι Νάιτ: «Υπάρχουν βάσιμες υποψίες πως στην Ευρώπη ο κόουτς Ομπράντοβιτς τον κρατάει στον πάγκο περισσότερο από όσο του αξίζει, ώστε να τον «προστατέψει» από τους σκάουτερ του ΝΒΑ»! Λίγο καιρό αργότερα τα αμερικανικά ΜΜΕ καταλόγισαν στον Αντώνη Φώτση έλλειψη ψυχής. «Δεν παίζει με καρδιά. Δεν έχει υπομονή να δουλέψει πολύ», έγραψαν -μεταξύ άλλων- για εκείνον στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Ο Αντώνης Φώτσης αγωνίστηκε μόλις σε 28 παιχνίδια, έχοντας κατά μέσο όρο 3,9 πόντους (με ποσοστά ευστοχίας 86% στις βολές, 41% στα δίποντα και 33% στα τρίποντα) και 2,2 ριμπάουντ σε 11.36 λεπτά συμμετοχής. Το καλύτερο παιχνίδι του το πραγματοποίησε στις 20 Ιανουαρίου του 2002, στην ήττα των Γκρίζλις από τους Ορλάντο Μάτζικ με 119-103. Σε 28’ έβαλε 21 πόντους με 4/4 βολές, 7/11 δίποντα, 1/3 τρίποντα, πήρε 7 ριμπάουντ, έκανε ένα κλέψιμο και μία τάπα. «Είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου. Νομίζω ότι έπαιξα καλά. Δεν νομίζω, όμως, πως αυτό σημαίνει κάτι. Πρέπει να αποδεικνύω σε κάθε παιχνίδι ότι μπορώ να αγωνίζομαι στο ΝΒΑ», είχε δηλώσει μετά την ολοκλήρωση της αναμέτρησης.

Στον επόμενο αγώνα, δύο ημέρες μετά με τους Σακραμέντο Κινγκς, έπαιξε 22’, αλλά έμεινε στους 2 πόντους (0/1 βολές, 1/4 δίποντα), έχοντας ακόμα 2 ριμπάουντ, μία ασίστ, αλλά και έξι λάθη. Η απογοητευτική παρουσία του στο ΝΒΑ ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στην Ευρώπη, για να ανακηρύχθηκε κορυφαίος παίκτης της Ευρωλίγκας κάτω των 22 ετών, και να συνεχίσει ό,τι άφησε στη μέση με τον Παναθηναϊκό, προσθέτοντας στη συλλογή του (που είχε ήδη ένα Ευρωπαϊκό από το 2000 και τρεις τίτλους Α1) το πρωτάθλημα και το Κύπελλο Ελλάδας.




ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου